Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αυτί στα γαλλικά
αυτί
λέγεται
af’ti
.
αυτί
σημαίνει στα γαλλικά
oreille
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ους / αυτί : oreille
- ABX / αλίωτις : ormeaux
- E και M / αυτί και στόμα : fil RON - fil TRON
- αλιώτις / αχιβάδα : oreille de mer / ormeau européen
- αυτί γάτας : oreille de chat
- τεχνητό αυτί : oreille artificielle / simulateur d'oreille
- αυτί πιθήκου : oreille simiesque
- μεγαλαλιώτις / μεγάλο αυτί της θάλασσας : ormeau géant
- τομή στο αυτί : entaille à l'oreille
- αυτί ανύψωσης / θηλειά ανύψωσης : oreille de levage
Subscribe
0 Comments


