Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

βανίλια στα γαλλικά
βανίλια
λέγεται
va’nilja
.
βανίλια
σημαίνει στα γαλλικά
vanille
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- βανίλια : vanille
- ζάχαρη βανίλια : sucre vanilliné
- ελαφρά δηλητηρίαση από βανίλια : vanillisme / eczéma de sensibilisation à la vanille
Subscribe
0 Comments


