Εφαρμογή του

βεβαιότητα στα γαλλικά
βεβαιότητα
λέγεται
veve’otita
.
βεβαιότητα
σημαίνει στα γαλλικά
certitude
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- βεβαιότητα : facteur de certitude / coefficient de certitude
- εύλογη βεβαιότητα : assurance raisonnable
- εύλογη βεβαιότητα : certitude raisonable
- βεβαιότητα λειτουργίας : sûreté de fonctionnement
- ηθική πεποίθηση/λογική βεβαιότητα : persuasion morale
- η επιλογή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης : le choix doit être exprès ou résulter de façon certaine des dispositions du contrat
Subscribe
0 Comments