Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

βελόνα στα γαλλικά
βελόνα
λέγεται
ve’lona
.
βελόνα
σημαίνει στα γαλλικά
aiguille
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- βελόνα : aiguille
- αιχμή / βελόνα : pointe / aiguille
- βελόνα / βελονάκι : point
- βελόνα : aiguille / aiguillette
- βελόνα / κινητή βελόνα : aiguille / aiguille mobile
- βιοψία / βιοψία με χοντρή βελόνα : biopsie / excision exploratrice
- σακοράφα / βελόνα συσκευαστών : aiguille d'emballeur
Subscribe
0 Comments


