Εφαρμογή του

βοηθός στα γαλλικά
βοηθός
λέγεται
voi’thos
.
βοηθός
σημαίνει στα γαλλικά
aide / assistant
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- βοηθός : gamin
- βοηθός : aide
- αρωγός / βοηθός : auxiliaire
- βοηθός : aide de travail
- βοηθός / αντικαταστάτης : homme de peine
- βοηθός / αναπληρωτής : adjoint
- μπούμαν / βοηθός φωνολήπτη : perchiste
- π.β. / προσωπικός βοηθός : a.p. / assistant personnel
- AST / βοηθός υπάλληλος : AST / assistant
- PDA / προσωπικός ψηφιακός βοηθός : ANP / PDA
Subscribe
0 Comments