Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

βράχος στα γαλλικά
βράχος
λέγεται
’vrahos
.
βράχος
σημαίνει στα γαλλικά
rocher
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- βράχος / πέτρωμα : roche
- βράχος : rochet
- ξέρα / ύφαλος βράχος : écueil dormant
- στρώμα βράχου / μητρικό πέτρωμα : bedrock / assise rocheuse
- πέτρωμα/βράχος : roche
- στείρος βράχος : roche stérile
- σκληρός βράχος : roche dure
- απόκρημνος βράχος : rocher escarpé
- προϋπάρχων βράχος : roche préexistante
- πυριτιούχος βράχος ασβεστούχος βράχος : tuffeau
Subscribe
0 Comments


