Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

γεννώ στα γαλλικά
γεννώ
λέγεται
je’no
.
γεννώ
σημαίνει στα γαλλικά
accoucher / engendrer / γεννιέμαι naître
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- γεννώ / ωοτοκώ : frayer
- Γεννώ / Δημιουργώ : générer / engendrer
- γεννώ μια αξίωση / θεμελιώνω ένα δικαίωμα : ouvrir un droit
- παράγω αποτελέσματα (Preferred) / γεννώ αποτελέσματα : prendre effet / produire ses effets
- γεννώ(θηλυκοί χοίροι) : mettre bas (truies)
Subscribe
0 Comments


