Εφαρμογή του

δεμάτι στα γαλλικά
δεμάτι
λέγεται
dhe’mati
.
δεμάτι
σημαίνει στα γαλλικά
botte
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- δεμάτι / μπάλλα σανού : bouchon de fourrage
- δεμάτι / ορμαθός : unité-régime
- δεμάτι : fagot
- δεμάτι : botte
- δέσμη / μάτσο : ballottage
- δεμάτι / θυμωνιά : andain / javelle
- αγκαλίδα / δέσμη χόρτων : botte
- χειρόβολο / δέσμη σταχύων : gerbe
- δέμα θάμνων / δεμάτι θάμνων : rouleau débroussailleur
- μπάλα μαλλιού / δεμάτι μαλλιού : toile pour balle de laine
Subscribe
0 Comments