Εφαρμογή του

διάδρομος στα γαλλικά
διάδρομος
λέγεται
’dhjadhromos
.
διάδρομος
σημαίνει στα γαλλικά
couloir / piste
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διάδρομος : couloir
- πέρασμα / διάδρομος : passage / couloir de circulation
- τροχόδρομος / διάδρομος προσαπογείωσης : piste
- διάδρομος : allée / passage
- διάδρομος / χαλάκι διαδρόμου : tapis de couloir / tapis de passage
- διάδρομος : tapis de couloir
- δίοδος / διάδρομος : couloir
- διάδρομος : passage / tapis-chemin
- δίοδος / διάδρομος : coursive
Subscribe
0 Comments