Εφαρμογή του

διαλυτικό στα γαλλικά
διαλυτικό
λέγεται
dhjaliti’ko
.
διαλυτικό
σημαίνει στα γαλλικά
dissolvant
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διαλυτικό : diluant
- διαλυτικό μέσο : diluant
- μέσο διαλυτοποίησης / παράγοντας διαλυτοποίησης : solubiliseur / tiers solvant
- διαλυτικό έλαιο : huile solvante
- φορέας χρώματος / διαλυτικό χρώματος : excipient liquide pour peinture
- διαλυτικό χαλκού : dissolvant le cuivre
- ασθενής διαλύτης / ασθενές διαλυτικό : solvant pauvre
- κόλλα με διαλυτικό : ciment au solvant
- αλογονούχος διαλύτης / αλογονωμένο διαλυτικό : solvant halogéné
Subscribe
0 Comments