Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

διαρκής στα γαλλικά
διαρκής
λέγεται
dhiar’kis
.
διαρκής
σημαίνει στα γαλλικά
continuel / durable
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διαρκής / μόνιμος : permanent
- PRECO / Διαρκής περιφερειακή συνεργασία : PRECO / coopération régionale permanente
- OEWG / διαρκής ομάδα εργασίας : OEWG / groupe de travail ouvert
- ΔΟΕ / Διαρκής Ομάδα Εμπειρογνωμόνων : GEP / groupe d'experts permanent
- ΜΔΑ / μερική διαρκής αναπηρία : IPP / invalidité permanente partielle
- σταθερή ζεύξη / σύνδεση διαρκής : liaison fixe / ligne spécialisée pour données
- διαρκής φάκελος : dossier permanent
- διαρκής ανεργία : chômage permanent
- διαρκής φόρτιση : charge répétée
- λίπανση διαρκής : graissage permanent
Subscribe
0 Comments


