Εφαρμογή του

δικαστικός στα γαλλικά
δικαστικός
λέγεται
dhikasti’kos
.
δικαστικός
σημαίνει στα γαλλικά
judiciaire / de justice / magistrat
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- δικαστικός : magistrat
- επιτηρητής / δικαστικός επιμελητής : délégué à la liberté surveillée / conseiller d'insertion et de probation
- δίκη / δικαστικός αγώνας : litige
- δικαστικός θεσμός : institution judiciaire
- δικαστικός βαθμός : instance
- δικαστικός χωρισμός / χωρισμός από τραπέζης και κλίνης (Obsolete) : séparation de corps
- δικαστικός έλεγχος : contrôle judiciaire
- δικαστικός έλεγχος : contrôle juridictionnel
Subscribe
0 Comments