Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

δισκίο στα γαλλικά
δισκίο
λέγεται
dhi’skio
.
δισκίο
σημαίνει στα γαλλικά
comprimé
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Δισκίο : Comprimé
- δισκίο : pastille
- φέτα / δισκίο : plaque / tranche
- χάπι / δισκίο : pellet / bouchon
- δισκίο UV : planchette réactive UV
- δισκίο Tempil : boule de Tempil
- φέτα επίταξης / δισκίο επίταξης : disque épitaxié
- δισκίο ινδίου : pastille d'indium
- Διαλυτό δισκίο : Comprimé pour solution buvable
- Κολπικό δισκίο : Comprimé vaginal
Subscribe
0 Comments


