Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

διχασμός στα γαλλικά
διχασμός
λέγεται
dhiha’zmos
.
διχασμός
σημαίνει στα γαλλικά
division
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διχασμός / διπλή συναίσθησις : dissociation / dédoublement
- διχασμός : clivage
- διχασμός κινήτρων : divergence d'intérêt
- αορτικός διχασμός : bifurcation aortique / bifurcation de l'aorte
- διανοητική σύγχυση / διανοητικός διχασμός : confusion mentale
- ταμπετικός διχασμός : dissociation tabétique
- διχασμός της τραχείας : bifurcation trachéale
- συριγγομυελιτικός διχασμός : dissociation syringomyélique de la sensibilité
- κυτταροσφαιρινικός διχασμός : dissociation cyto-globulinique du liquide céphalo-rachidien
- διχασμός της προσωπικότητος / διαίρεσις της προσωπικότητος : dédoublement de la personnalité
Subscribe
0 Comments


