Εφαρμογή του

διώρυγα στα γαλλικά
διώρυγα
λέγεται
’dhjoriya
.
διώρυγα
σημαίνει στα γαλλικά
canal
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κανάλι / διώρυγα : canal
- λαιμός / διώρυγα(κλιβάνου) : gorge / spout
- υπόνομος / στραγγιστήριο : déversoir d'écluse
- διώρυγα φυγής / υπερχειλιστής : canal d'évacuation
- διώρυγα φυγής / διώρυγα απαγωγής : canal de décharge
- κύρια διώρυγα / κύριος αγωγός : canal principal
- ισόπεδη διώρυγα : gorge au niveau de la sole
- πλέω σε διώρυγα : chenaler
- πλευρική διώρυγα : canal latéral
Subscribe
0 Comments