Εφαρμογή του

δυσκολία στα γαλλικά
δυσκολία
λέγεται
dhisko’lia
.
δυσκολία
σημαίνει στα γαλλικά
difficulté
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- άμβλυνση / δυσκολία κατανόησης : obtusion / difficulté de compréhension
- βραδυφωνία / δυσκολία της ομιλίας : baryphonie
- νομική δυσκολία : difficulté en droit
- δυσκολία ομιλίας / δυσκολία άρθρωσης : difficulté d'élocution
- δυσκολία της εργασίας : difficulté du travail
- δυσκολία συγκέντρωσης / ανικανότητα συγκέντρωσης : difficultés de concentration
- δυσκολία αποβολής του πλακούντος : dystocie placentaire
- δυσκολία κατασκευής διαδρόμου ασφαλείας : difficultés d'établissement de la ligne de feu
- δυσκολία πρόσβασης στις δημόσιες συμβάσεις : difficulté d'accès aux marchés publics
- δυσκολία επίγειας διευκόλυνσης (εξυπηρέτησης) : difficultés au niveau des installations au sol
Subscribe
0 Comments