Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

εκπνέω στα γαλλικά
εκπνέω
λέγεται
ek’pneo
.
εκπνέω
σημαίνει στα γαλλικά
expirer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- λήγω / εκπνέω : arriver à échéance
- παραγράφομαι' εκπίπτω' εκπνέω : tomber en annulation
Subscribe
0 Comments


