Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

εκπυρσοκροτώ στα γαλλικά
εκπυρσοκροτώ
λέγεται
ekpirsokro’to
.
εκπυρσοκροτώ
σημαίνει στα γαλλικά
détoner
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
