Εφαρμογή του

εμβόλιο στα γαλλικά
εμβόλιο
λέγεται
en’volio
.
εμβόλιο
σημαίνει στα γαλλικά
vaccin
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- εμβόλιο : vaccin
- εμβόλιο : greffon
- εμβόλιο / ενοφθάλμισμα : inoculum
- σπόρος / μυκήλιο : semence / blanc de champignon
- ζων εξασθενημένο εμβόλιο / ζων εμβόλιο : vaccin vivant / vaccin atténué
- HDCV / εμβόλιο από ανθρώπινα διπλοειδή κύτταρα : VCDH / vaccin constitué de cellules diploïdes humaines
- RVA / προσροφημένο αντιλυσσικό εμβόλιο : VRA / vaccin antirabique adsorbé
- EVA / ευρωπαϊκό εμβόλιο κατά του AIDS : EVA / vaccin européen contre le sida
- νεκρό εμβόλιο / αδρανοποιημένο εμβόλιο : vaccin tué / vaccin inactivé
Subscribe
0 Comments