Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ενεργητικό στα γαλλικά
ενεργητικό
λέγεται
enerjiti’ko
.
ενεργητικό
σημαίνει στα γαλλικά
actif
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ενεργητικό : actif
- ενεργητικό : biens / actifs
- πάγιο κεφάλαιο / πάγιο ενεργητικό : valeurs / actif permanent
- πάγιο ενεργητικό / ακινητοποιημένο ενεργητικό : actif immobilisé / valeur immobilisée
- πάγιο ενεργητικό : actif fixe
- κεφάλαια κίνησης / κεφάλαιο κινήσεως : capital d'exploitation
- τρέχον ενεργητικό : valeur réalisable
- κεφάλαιο κινήσεως / ενεργητικό κεφάλαιο : fonds de roulement / capital d'exploitation
Subscribe
0 Comments


