Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

εξακριβώνω στα γαλλικά
εξακριβώνω
λέγεται
eksakri’vono
.
εξακριβώνω
σημαίνει στα γαλλικά
vérifier
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- εξακριβώνω : vérifier
- επικυρώνω τη γνησιότητα / εξακριβώνω τη γνησιότητα : authentifier / établir l'authenticité de
Subscribe
0 Comments


