Εφαρμογή του

επίδραση στα γαλλικά
επίδραση
λέγεται
e’pidhrasi
.
επίδραση
σημαίνει στα γαλλικά
influence / effet
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- επίδραση : influence
- σύνδεση Κ / επίδραση ζεύξης διατοιχισμού και υπεραντωτικής διάταξης : liaison K
- αντίδραση / ανταγωνιστική επίδραση : antagoniste
- επίδραση c2 / επίδραση κοινού περιβάλλοντος : effet c2 / effet c-deux
- LOEC / συγκέντρωση στην οποία παρατηρείται επίδραση : CMEO / concentration minimale avec effet observé
- διαυλικό εφέ / διαυλική επίδραση : effet "canal"
- σχετική βιολογική αποτελεσματικότητα / ΣΒΕ : EBR / efficacité biologique relative
- επίδραση ροπής : couple de renversement
- κύρια επίδραση : effet principal
- επίδραση trans : effet trans
Subscribe
0 Comments