Εφαρμογή του

επιτρέπω στα γαλλικά
επιτρέπω
λέγεται
epi’trepo
.
επιτρέπω
σημαίνει στα γαλλικά
permettre
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- επιτρέπω ή επιβάλλω : autoriser ou prescrire
- επιτρέπω την είσοδο : accorder l'entrée
- επιτρέπω την παρέμβαση : admettre l'intervention
- επιτρέπω διαρροή ρευστού : purger
- εμποδίζω τη μετατόπιση επίπλου / δεν επιτρέπω τη μετατόπιση επίπλου : empêcher le mobilier de riper
- επιτρέπω την είσοδο αμαξοστοιχίας : permettre l'entrée d'un train
- επιτρέπω τη διέλευση αμαξοστοιχίας : permettre le passage d'un train
- επιτρέπω (προσδίδω) μεγαλύτερη σαφήνεια : favoriser la clarté
- επιτρέπω αναλήψεις έως ένα ανώτατο όριο : faculté d'exercer des retraits à vue jusqu'à un plafond maximum
- προβλέπω και επιτρέπω τα έσοδα και έξοδα : prévoir et autoriser les recettes et les dépenses
Subscribe
0 Comments