Εφαρμογή του

εσωτερικός στα γαλλικά
εσωτερικός
λέγεται
esoteri’kos
.
εσωτερικός
σημαίνει στα γαλλικά
intérieur / interne
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- εσωτερικός : interne
- εγγενής / ενδογενής : intrinsèque
- εντερόνεια / εσωτερικός πυθμένας : payol / tillac
- εσωτερικός / ενδοκτιριακός : dans-oeuvre
- πατάρι / ημιόροφος : mezzanine
- υπομαίανδρος / εσωτερικός μαίανδρος : méandre de divagation interne du lit apparent
- τοίχωμα / εσωτερικός τοίχος : paroi / mur intérieur
- ημιτενοντώδης / καμπτήρας της κνήμης εσωτερικός : semi-tendineux
- ισχνός / μηριαίος ορθός εσωτερικός : droit interne / muscle gracile
- εσωτερικός κανονισμός του Συμβουλίου / ΕΚΣ : règlement intérieur du Conseil / RIC
Subscribe
0 Comments