Εφαρμογή του

εσωτερικό στα γαλλικά
εσωτερικό
λέγεται
esoteri’ko
.
εσωτερικό
σημαίνει στα γαλλικά
intérieur
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- εσωτερικό : centre
- ΒΤΒ / ψυχή : âme
- εσωτερικό / εσωτερική μάζα : corps / matériau
- εσώρουχο / εσωτερικό ένδυμα : sous-vêtement
- εντερόνεια / φόδρα(κν.) : lambrissage
- ενδοδίκτυο / τοπικό δίκτυο : intranet / réseau interne
- ωτόφωνο / εσωτερικό ακουστικό : écouteur interne / embout avec écouteur
- στέαρ βόειο / στέαρ πρόβειο : gras interne des ruminants
- Kαρδιά / εσωτερικό διπλού υαλονήματος : verre de coeur
- εθνικό δίκαιο / εσωτερικό δίκαιο : droit interne / droit national
Subscribe
0 Comments