Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ηλικία στα γαλλικά
ηλικία
λέγεται
ili’kia
.
ηλικία
σημαίνει στα γαλλικά
âge
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ηλικία : année d'âge
- ηλικία : âge
- εφηβεία / εφηβική ηλικία : adolescence
- νεότητα / νεανική ηλικία : jeunesse
- γήρας / γηρατειά : sénilité / sénescence
- ΕΗΠΓ / ειδικό κατά ηλικία ποσοστό γάμων : taux de nuptialité par âge
- ενηλικίωση / σε ηλικία αναπαραγωγής : apte à se reproduire / en âge de reproduction
- ανά ηλικία / κατά ηλικία : par âge
- ενηλικιότητα / νόμιμη ηλικία : âge de la majorité
Subscribe
0 Comments


