Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

ηλικιωμένος στα γαλλικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
ηλικιωμένος
λέγεται
ilikio’menos
.
ηλικιωμένος
σημαίνει στα γαλλικά
âgé
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • ηλικιωμένος άνεργος : chômeur âgé
  • ηλικιωμένος εργαζόμενος : travailleur âgé
  • άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος : personne agée
  • ηλικιωμένος συνταξιούχος με χαμηλά εισοδήματα : personne âgée retraitée à bas revenus

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments