Εφαρμογή του

ηλικιωμένος στα γαλλικά
ηλικιωμένος
λέγεται
ilikio’menos
.
ηλικιωμένος
σημαίνει στα γαλλικά
âgé
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ηλικιωμένος άνεργος : chômeur âgé
- ηλικιωμένος εργαζόμενος : travailleur âgé
- άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος : personne agée
- ηλικιωμένος συνταξιούχος με χαμηλά εισοδήματα : personne âgée retraitée à bas revenus
Subscribe
0 Comments