Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

θεσπίζω στα γαλλικά
θεσπίζω
λέγεται
thes’pizo
.
θεσπίζω
σημαίνει στα γαλλικά
décréter
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- θεσπίζω διατάξεις : adopter des dispositions
- θεσπίζω διατάξεις : arrêter des dispositions
- θεσπίζω τις συναλλαγματικές ισοτιμίες : arrêter les taux de conversion
- θεσπίζω λεπτομερείς κανόνες για τη διαδικασία : arrêter les modalités de la procédure
- θεσπίζω τις θεωρητικές βάσεις αυτών των περιορισμών : établir les niveaux de base théoriques des dites restrictions
- θεσπίζω τις αναγκαίες προσαρμογές και συμπληρωματικές διατάξεις του οργανισμού του Δικαστηρίου : adopter les adaptations et les dispositions complémentaires nécessaires au statut de la Cour de justice
Subscribe
0 Comments


