Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

θρανίο στα γαλλικά
θρανίο
λέγεται
thra’nio
.
θρανίο
σημαίνει στα γαλλικά
table / banc
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- θρανίο : pupitre
- κάθισμα-θρανίο : chaise-pupitre
Subscribe
0 Comments


