Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ιδιαιτερότητα στα γαλλικά
ιδιαιτερότητα
λέγεται
idhiete’rotita
.
ιδιαιτερότητα
σημαίνει στα γαλλικά
particularité
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ιδιοτροπία / ιδιαιτερότητα : singularité
- διάσταση του φύλου / ιδιαιτερότητα φύλου : spécificité de genre / dimension spécifique de genre
- νομική ιδιαιτερότητα : originalité juridique
- έμφυλη ιδιαιτερότητα : sexospécificité
- γενετική ιδιαιτερότητα : particularité génétique
- φορολογική ιδιαιτερότητα : particularité fiscale
- ιδιαιτερότητα της εικόνας του δικτύου : unicité de l'image du réseau
- ιδιαιτερότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων : spécificités des systèmes éducatifs
Subscribe
0 Comments


