Εφαρμογή του

κάρο στα γαλλικά
κάρο
λέγεται
’karo
.
κάρο
σημαίνει στα γαλλικά
charrette
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κάρο : charrette
- καρότσι / δίτροχο κάρο : charrette
- νήμα καρό : diamond yarn
- ύφασμα καρό : diamond cloth
- κάρο το κάρβο : cumin des prés
- κάρο με βραχίονα : charrette à bras
- συνάθροιση των ριζών / μεταφορά των ριζών με κάρο : groupage des racines
- ύφασμα καρό δαμάσκο χρωματιστό : diaper
- μεταφορά με κάρο έξω από τον αγρό : débardage
Subscribe
0 Comments