Εφαρμογή του

καθορίζω στα γαλλικά
καθορίζω
λέγεται
katho’rizo
.
καθορίζω
σημαίνει στα γαλλικά
déterminer / fixer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- καθορίζω : tracer
- καθορίζω / προδιαγράφω : spécifier
- καθορίζω τιμολόγιο : établir un tarif
- καθορίζω δρομολόγιο / σχεδιάζω δρομολόγιο : établir un itinéraire
- καθορίζω το πρόγραμμα : arrêter le programme
- καθορίζω τύπους χαρακτήρων : établir
- καθορίζω τη δασμολογητέα αξία : déterminer la valeur en douane
- καθορίζω τα θέματα αποδείξεως : articuler les faits à prouver
- καθορίζω υπόλοιπο ενός λογαριασμού : établir le solde d'un compte
- καθορίζω με Διάταξη τα αποδεικτικά μέσα : mesure fixée par voie d'ordonnance
Subscribe
0 Comments