Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

καλύπτω στα γαλλικά
καλύπτω
λέγεται
ka’lipto
.
καλύπτω
σημαίνει στα γαλλικά
couvrir
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- καλύπτω / μασκάρω : masquer
- καλύπτω βιβλίο : emboîter
- καλύπτω δαπάνες : couvrir des débours
- καλύπτω τα έξοδα : couvrir les dépenses
- καλύπτω τα έξοδα : couvrir les frais
- καλύπτω μια θέση / αντισταθμίζω μια θέση : racheter
- καλύπτω με αιθάλη : couvrir de suie
- καλύπτω ένα τραύμα : recouvrir une plaie
- καλύπτω προκαταβολικά : anticiper
- καλύπτω την αμαξοστοιχία / προστατεύω την αμαξοστοιχία : couvrir le train
Subscribe
0 Comments


