Εφαρμογή του

καρέκλα στα γαλλικά
καρέκλα
λέγεται
ka’rekla
.
καρέκλα
σημαίνει στα γαλλικά
chaise
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- καρέκλα : chaise
- κουνιστή καρέκλα : siège pendule / siège à bascule
- καρέκλα καταστολής : chaise de contrainte
- χειρουργική καρέκλα : chaise d'opération
- αναπνευστική καρέκλα / συσκευή για εκπνευστική συμπίεση : chaise respiratoire / appareil pour compression expiratoire
- περιστροφική καρέκλα : chaise pivotante
- χειρήλατο αναπηρικό αμάξι / χειροκίνητη αναπηρική καρέκλα : fauteuil roulant à propulsion manuelle
- εξεταστική καρέκλα Bruenings : fauteuil d'examen de Bruenings
- ηλεκτροκίνητο αναπηρικό αμάξι / ηλεκτροκίνητη αναπηρική καρέκλα : fauteuil roulant électrique
Subscribe
0 Comments