Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

καρυκεύω στα γαλλικά
καρυκεύω
λέγεται
kari’kevo
.
καρυκεύω
σημαίνει στα γαλλικά
assaisonner
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
