Εφαρμογή του

κατασκευάζω στα γαλλικά
κατασκευάζω
λέγεται
kataske’vazo
.
κατασκευάζω
σημαίνει στα γαλλικά
fabriquer / construire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κατασκευάζω : confectionner
- κατασκευάζω / συναρμολογώ : assembler / confectionner
- κατασκευάζω : build
- εργάζομαι / κατασκευάζω : ouvrer / usiner
- κυρτώνω την ράχη βιβλίου / κατασκευάζω την ράχη βιβλίου : endosser
- δημιουργώ μοντέλο από το καλαπόδι / κατασκευάζω μοντέλο από το καλαπόδι : relever un patron de la forme
Subscribe
0 Comments