Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

καταχρεωμένος στα γαλλικά
καταχρεωμένος
λέγεται
katahreo’menos
.
καταχρεωμένος
σημαίνει στα γαλλικά
criblé de dettes
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
