Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

κεφάλι στα γαλλικά
κεφάλι
λέγεται
ke’fali
.
κεφάλι
σημαίνει στα γαλλικά
tête
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- "κεφάλι" / ορισμένη ποσότητα τυροπήγματος : tome / tomme
- καρρόβιδα / μεγάλο κοχλιοφόρο καρφί : tirefond / vis à bois à tête hexagonale
- πηδόκρανο / κεφάλι του πηδαλίου(κν.) : tête de mèche de gouvernail
- επίπεδο κεφάλι : tête plate
- σφαιρικό κεφάλι : tête bombée
- αφαιρώ το κεφάλι : étêter
- βλήτρο με κεφάλι : vis à tête
- βίδα χωρίς κεφάλι : vis sans tête
- καρφί χωρίς κεφάλι : pointe sans tête
- εφαρμογή στο κεφάλι : adaptation à la tête
Subscribe
0 Comments


