Εφαρμογή του

κλειστός στα γαλλικά
κλειστός
λέγεται
kli’stos
.
κλειστός
σημαίνει στα γαλλικά
fermé
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κλειστός : fermé
- αεροστεγής / ερμητικά κλειστός : hermétique / étanche à l'air
- γέφυρα / υπερστέγασμα γέφυρας : passerelle / passerelle de navigation
- κλειστή στάση / κλειστός σταθμός : point d'arrêt / halte non gardée
- κλειστός χώρος : enceinte
- κλειστός χώρος : espace clos
- στεγανός σιρός / σιρός ερμητικά κλειστός : silo étanche
- κλειστός χώρος : espace confiné
- Κλειστός βρόχος : boucle fermée
- κλειστός βρόχος : boucle fermée
Subscribe
0 Comments