Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

κλιμάκωση στα γαλλικά
κλιμάκωση
λέγεται
kli’makosi
.
κλιμάκωση
σημαίνει στα γαλλικά
escalade
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κλιμάκωση : accroissement d'échelle
- κλιμάκωση / κλιμακωτή ζεύξη : grading / multiplage gradué
- κλιμάκωση : escalade
- κλιμάκωση : extrapolation
- κλιμάκωση O'Dell : multiplage O'Dell
- κλιμάκωση κόστους : escalade des coûts
- κλιμάκωση των βαρών : structure d'échelons de poids
- κλιμάκωση των δασμών : progressivité des droits / progressivité des droits de douane
- συμμετρική κλιμάκωση / συμμετρική κλιμακωτή ζεύξη : multiplage partiel symétrique
- κλιμάκωση συνείδησης / διαβάθμιση συνείδησης : graduation de la conscience
Subscribe
0 Comments


