Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

κοινωφελής στα γαλλικά
κοινωφελής
λέγεται
kinofe’lis
.
κοινωφελής
σημαίνει στα γαλλικά
d’utilité publique
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κοινωφελής χρήση : usages collectifs
- κοινωφελής υποδομή / κοινωνικές υπηρεσίες : équipements sociaux / institutions sociales
- κοινωφελής εργασία : TIG / travail d'intérêt général
- κοινωφελής οργανισμός : agence bénévole / organisme bénévole
- κοινωφελής κοινωνική εργασία : travail communautaire / action sociale communautaire
- κοινωφελής επιχείρηση μικτής παροχής : société mixte de distribution
Subscribe
0 Comments


