Εφαρμογή του

κρέμα στα γαλλικά
κρέμα
λέγεται
’krema
.
κρέμα
σημαίνει στα γαλλικά
crème
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κρέμα : crème
- Κρέμα : crème
- κρέμα / κορυφή : crème de lait
- κρέμα : lait gélifié aromatisé
- ΠΓΣ / πλήρες γάλα σε σκόνη : LCP / lait entier en poudre
- στίλβωμα / κρέμα για παπούτσια : cirage / crème pour chaussures
- κρέμα ορού : crème de sérum
- Ωτική κρέμα : Crème auriculaire
- κρέμα όξινη : crème acide
- ψυχρή κρέμα : cold-cream
Subscribe
0 Comments