Εφαρμογή του

κρύο στα γαλλικά
κρύο
λέγεται
’krio
.
κρύο
σημαίνει στα γαλλικά
froid
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κρύο / ψύχος : froid
- κρύο νήμα : fil froid
- κρυοπάρεσις / ατελής παράλυσις οφειλόμενη στο κρύο : paralysie due au froid
- κρύο δεκάτισμα / κρύο πρεσσάρισμα : décatissage à froid
- κρύο-υδροξείδιο : cryohydrate
- κυανοψαθυρότητα / κρύο και θερμοψαθυρότητα : fragilité à chaud et à froid
- εργασία στο κρύο / εργασία σε χαμηλές θερμοκρασίες : travail au froid
- πρόπλυση με κρύο νερό : pré-rinçage froid à eau claire
- δοκιμασία σε κρύο νερό : épreuve à l'eau froide
- δικτυωτό δέρμα στο κρύο : livedo réticulaire au froid
Subscribe
0 Comments