Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

κόλλα στα γαλλικά
κόλλα
λέγεται
’kola
.
κόλλα
σημαίνει στα γαλλικά
colle
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κόλλα : colle
- κόλλα : colle / pâte d'encollage
- κόλλα : ensimage
- κόλλα : produit d'encollage
- κόλλα / κόλλημα : encollage
- κόλλα / διαυγαστικά μέσα : colle / clarifiant
- τσιμέντο / κόλλα βουλκανισμού : solution de vulcanisation
- αφρόκολλα / αφρώδης κόλλα : colle-mousse / colle en mousse
- ξηρή κόλλα / άνυδρη κόλλα : colle sèche
Subscribe
0 Comments


