Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

λήθαργος στα γαλλικά
λήθαργος
λέγεται
’litharyos
.
λήθαργος
σημαίνει στα γαλλικά
sommeil profond
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- λήθαργος : léthargie
- λήθαργος : dormance
- κάρος / λήθαργος : carus
- χαύνωση / νάρκη : état de stupeur / stupeur
- χειμερινός λήθαργος : léthargie hivernale
- λήθαργος φυλακίσεως : stupeur carcérale
Subscribe
0 Comments


