Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

λοξός στα γαλλικά
λοξός
λέγεται
lo’ksos
.
λοξός
σημαίνει στα γαλλικά
oblique
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- λοξός / πλάγιος : transversal
- λοξή γωνία / λοξός κανών : biais
- λοξός λαιμός : gorge en biais
- λοξός άξονας : arbre incliné
- λοξός κόρακας : renard
- λοξός φωτισμός : lumière rasante
- λοξός πάσσαλος / κεκλιμένος πάσσαλος : pieu incliné / pieu oblique
- λοξός φωτισμός / πλάγιος φωτισμός : éclairage oblique
- λοξός εκχειλιστής : déversoir à crête oblique
- σύνδεσμος BOURGERY / λοξός ιγνυακός σύνδεσμος : ligament poplité oblique
Subscribe
0 Comments


