Εφαρμογή του

μέρα στα γαλλικά
μέρα
λέγεται
’mera
.
μέρα
σημαίνει στα γαλλικά
jour / journée
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- μέρα απεργίας : jour de grève
- εργάσιμη μέρα : jour de travail
- εφήμερη νόσος / νόσος που διαρκεί μια μέρα : maladie éphémère / maladie à début éphémère
- εργάσιμη μέρα : jour ouvrable
- από μέρα σε μέρα : quotidiennement
- μεταβολή από μέρα σε μέρα : variance jour à jour / variation journalière
Subscribe
0 Comments