Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

μανιβέλα στα γαλλικά
μανιβέλα
λέγεται
mani’vela
.
μανιβέλα
σημαίνει στα γαλλικά
manivelle
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- μανιβέλα / χειροστρόφαλος : bringueballe / manivelle de manoeuvre à bras
- μανιβέλα / χειρομοχλός : anspect
- μανιβέλα / στρόφαλος τύπου S : manivelle
- βίδα βάθους / μανιβέλα για ρύθμιση του βάθους άροσης : vis de profondeur / manivelle de profondeur
- αντιστρόφαλο / κόντρα-μανιβέλα : contre-manivelle
- μανιβέλα ώσεως / στρόφαλος ώσεως : bielle / barre de liaison
- μανιβέλα-γωνία / στρόφαλος-γωνία : coude / manivelle
- μανιβέλα κίνησης / στρόφαλος κίνησης : manivelle motrice
- μοχλός βαρούλκου / μανιβέλα βιντσιού : manivelle de treuil
- μανιβέλα σύνδεσης / στρόφαλος σύνδεσης : manivelle d'accouplement
Subscribe
0 Comments


