Εφαρμογή του

μικρός στα γαλλικά
μικρός
λέγεται
mik’ros
.
μικρός
σημαίνει στα γαλλικά
petit
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pinion / πινίον : pignon
- ματάκι / μικρός ρόζος : moucheture
- φακίδα / εφηλίδα : lentigo / lentigine
- τρίμερ / μικρός ημιμεταβλητός πυκνωτής : condensateur d'alignement en parallèle
- όρμος / μικρός κόλπος : baie
- σκύβαλα / μικρός κόκκος : issues / petit blé
- σωληνάριο / μικρός πόρος : canalicule
- ρυτιδώδης / μικρός σκολύτης καρποφόρων δένδρων : scolyte / scolyte rugueux
- μπλέ πέτρα / μικρός γρανίτης : écaussines / granit belge
- μικρός LEO : mini LEO
Subscribe
0 Comments