Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

μονοπάτι στα γαλλικά
μονοπάτι
λέγεται
mono’pati
.
μονοπάτι
σημαίνει στα γαλλικά
sentier
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- μονοπάτι : passage
- μονοπάτι : laie
- διαδρομή / μονοπάτι : chemin
- πορεία / μονοπάτι πεζοπορίας : chemin de randonnée
- μεταβολική οδός / μεταβολικό μονοπάτι : voie métabolique
- πίστα υπηρεσίας / υπηρεσιακός διάδρομος : chemin de service
- Φωτεινό Μονοπάτι : Sentier lumineux
- εξ ορισμού διαδρομή / εξ ορισμού μονοπάτι : chemin prédéfini
- μονοπάτι επικοινωνίας : artère de communication
- κεντρικό μονοπάτι δάσους : laie sommière
  Subscribe 
 0 Comments



